Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡ σκυτική

См. также в других словарях:

  • σκυτικῇ — σκῡτικῇ , σκυτικός skilled in shoemaking fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτική — σκῡτική , σκυτικός skilled in shoemaking fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτικός — ή, όν, Α [σκῡτος] 1. ο έμπειρος στη σκυτοτομία, στην υποδηματοποιία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκυτική η σκυτοτομική τέχνη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»