-
1 σκῡτικός
-
2 σκῡτικός
См. также в других словарях:
σκυτικῇ — σκῡτικῇ , σκυτικός skilled in shoemaking fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτική — σκῡτική , σκυτικός skilled in shoemaking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτικός — ή, όν, Α [σκῡτος] 1. ο έμπειρος στη σκυτοτομία, στην υποδηματοποιία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκυτική η σκυτοτομική τέχνη … Dictionary of Greek